Βοηθός στα ουγγρικά

Μετάφραση: βοηθός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helyettes, asszisztens, segéd, asszisztense, a segéd
Βοηθός στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθός

βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός λογιστή, βοηθός φαρμακείου, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός νοσηλευτικής τραυματολογίας, βοηθός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βοηθός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βοήθημα στα ουγγρικά - támogatás, támogatási, támogatást, támogatások, támogatásnak
  • βοηθητικός στα ουγγρικά - pótlólagos, segédmennyiség, kisegítő, kiegészítő, segédeszközök, segéd, járulékos
  • βοηθώ στα ουγγρικά - segít, segíteni, segítsen, segítenek, Segítségre
  • βολή στα ουγγρικά - együttes, dobott, öntött, vetett, pontok, szemmozgás, gipszöntvény, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: helyettes, asszisztens, segéd, asszisztense, a segéd