Δανεισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: δανεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kölcsön, kölcsönadás, hitelfelvétel, hitelfelvételi, finanszírozási, kölcsönfelvételi, kölcsönvételére
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανεισμός
δανεισμός ελλάδας, δανεισμός εργαζομένων, δανεισμός βιβλίων, δανεισμός υπαλλήλου, δανεισμός προσωπικού, δανεισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δανεισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δανείζω στα ουγγρικά - kölcsönöz, kölcsön, hitelezni, kölcsönöznek, hitelezési
- δανειζόμενος στα ουγγρικά - kölcsönvevő, hitelfelvevő, adós, ügyfél, kölcsönfelvevő
- δαπάνες στα ουγγρικά - ráfordítás, kiadások, költségek, költségeket, költségeit, költségeinek
- δαπάνη στα ουγγρικά - ráfordítás, költség, kiadás, költségén, költségére, rovására
Τυχαίες λέξεις
Δανεισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kölcsön, kölcsönadás, hitelfelvétel, hitelfelvételi, finanszírozási, kölcsönfelvételi, kölcsönvételére
Μεταφράσεις: kölcsön, kölcsönadás, hitelfelvétel, hitelfelvételi, finanszírozási, kölcsönfelvételi, kölcsönvételére