Δηλητηρίαση στα ουγγρικά
Μετάφραση: δηλητηρίαση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mérgezés, mérgezést, mérgezési, mérgezések
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δηλητηρίαση
δηλητηρίαση απο αυγό, δηλητηρίαση σκύλου, δηλητηρίαση από μύδια, δηλητηρίαση από νερό, δηλητηρίαση γάτας, δηλητηρίαση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δηλητηρίαση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δεύτερος στα ουγγρικά - másodrangú, párbajsegéd, másodperc, második, a második, másik
- δηκτικός στα ουγγρικά - csípős, maró, gyilkos, kegyetlen, metsző
- δηλητηριώδης στα ουγγρικά - mérgező, mérges, mérgezőek, mérgezõ, a mérgező
- δηλώνω στα ουγγρικά - Kijelentem, kijelentik, állapítsa meg, nyilvánítsa
Τυχαίες λέξεις
Δηλητηρίαση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: mérgezés, mérgezést, mérgezési, mérgezések
Μεταφράσεις: mérgezés, mérgezést, mérgezési, mérgezések