Διάλλειμα στα ουγγρικά

Μετάφραση: διάλλειμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sansz, cezúra, tízperc, mutáció, omlasztás, megszakadás, jövesztés, réteghiány, baki, szünet, szünetet, törés, kis szünetet, szünetben
Διάλλειμα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλλειμα

διάλειμμα συνώνυμα, διάλλειμα ή διάλειμμα, διάλειμμα ή διάλειμμα, διάλειμμα λεξικό, διάλλειμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διάλλειμα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διάλεκτος στα ουγγρικά - tájszólás, szaknyelv, szakzsargon, nyelvjárás, zsargon, dialektus, nyelvjárást, ...
  • διάλεξη στα ουγγρικά - előadás, előadást, Lecture, előadása, Tantermi
  • διάλογος στα ουγγρικά - párbeszéd, dialógus, párbeszédet, párbeszédre, folytatott párbeszéd, párbeszédben
  • διάλυμα στα ουγγρικά - oldás, feloldás, megfejtés, megoldás, oldatot, oldat, megoldást, ...
Τυχαίες λέξεις
Διάλλειμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sansz, cezúra, tízperc, mutáció, omlasztás, megszakadás, jövesztés, réteghiány, baki, szünet, szünetet, törés, kis szünetet, szünetben