Διακόπτω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszakít, szakítsa, megszakítja, szakítsa meg, megszakíthatja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόπτω
διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διακόπτω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διακυμαίνομαι στα ουγγρικά - telérvonulat, kör, hallótávolság, kiterjedés, térség, ércrégió, láncolat, ...
- διακόπτης στα ουγγρικά - begyulladás, áttérés, izzítás, hevítés, begyújtás, lovaglópálca, kapcsoló, ...
- διακόρευση στα ουγγρικά - deflorálás, diakorefsi
- διακύμανση στα ουγγρικά - hullámzás, ingadozás, ingadozási, ingadozása, fluktuáció, ingadozást
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megszakít, szakítsa, megszakítja, szakítsa meg, megszakíthatja
Μεταφράσεις: megszakít, szakítsa, megszakítja, szakítsa meg, megszakíthatja