Διαπεραστικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: διαπεραστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visító, éles, harsány, metsző, élesen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπεραστικός
διαπεραστικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαπεραστικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διανοούμενος στα ουγγρικά - észbeli, értelmiségi, szellemi, a szellemi, intellektuális, értelmi
- διανύω στα ουγγρικά - utazott, megtett, utaztak, a megtett
- διαπερατότητα στα ουγγρικά - áteresztőképesség, permeabilitás, permeabilitása, permeabilitását, permeabilitást
- διαπερνώ στα ουγγρικά - behatol, behatolnak, behatolni, áthatolni, hatolni
Τυχαίες λέξεις
Διαπεραστικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: visító, éles, harsány, metsző, élesen
Μεταφράσεις: visító, éles, harsány, metsző, élesen