Διαφωτίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvilágít, világít, megvilágítására, világítanak, világítani
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω
διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαφωτίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διαφωνία στα ουγγρικά - vitatkozás, vita, csereforgalom, okoskodás, csereüzlet, kicserélés, véleményeltérés, ...
- διαφωνώ στα ουγγρικά - nem ért egyet, egyet, ért egyet, nem értenek egyet, értenek egyet
- διαχείμαση στα ουγγρικά - telelés, telelő, áttelelésének, áttelelésének biztosítására
- διαχειμάζω στα ουγγρικά - tél, téli álmot alszik, hibernált, hibernálás, hibernálni, hibernate
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megvilágít, világít, megvilágítására, világítanak, világítani
Μεταφράσεις: megvilágít, világít, megvilágítására, világítanak, világítani