Δικάζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικάζω
δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δικάζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διηθώ στα ουγγρικά - megterhelés, baktériumtörzs, feszülés, rándulás, húzódás, feszültség, beszivárog, ...
- διθυραμβικός στα ουγγρικά - vendégoldal, kocsioldal, szekéroldal, ditirambusi
- δικαίωμα στα ουγγρικά - jog, jobb, jogosság, helyes, juss, igazságosság, jogot, ...
- δικαιοδοσία στα ουγγρικά - illetékesség, igazságszolgáltatás, törvénykezés, joghatósága, joghatóság, joghatósággal
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót
Μεταφράσεις: bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót