Δικανικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törvényszéki, igazságügyi, kriminalisztikai, a törvényszéki, igazságügyi szakértői
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικανικός
δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δικανικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δικαιοσύνη στα ουγγρικά - korrektség, szépség, méltányosság, becsületesség, igazságosság, igazságszolgáltatás, jog érvényesülésén alapuló, ...
- δικαιώνω στα ουγγρικά - indokol, indokolja, indokolják, igazolására, igazolják
- δικαστήριο στα ουγγρικά - bíróság, bírósági, bíróságnak, bírósághoz, bírósága
- δικαστής στα ουγγρικά - bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: törvényszéki, igazságügyi, kriminalisztikai, a törvényszéki, igazságügyi szakértői
Μεταφράσεις: törvényszéki, igazságügyi, kriminalisztikai, a törvényszéki, igazságügyi szakértői