Διοικώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dioiko
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διοικώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διοικητής στα ουγγρικά - parancsnok, parancsnoka, Commander, parancsnokot, parancsnoknak
- διοικητικός στα ουγγρικά - kormányzás, kabinet, beadás, ügyintézés, adminisztráció, kormány, államapparátus, ...
- διορία στα ουγγρικά - határnap, szó, kifejezés, tag, szakszó, szemeszter, határidő, ...
- διορίζομαι στα ουγγρικά - kijelölt, kinevezett, nevezi, nevezi ki, nevezik ki
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: dioiko
Μεταφράσεις: dioiko