Εμφυσώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelkére köt, lelkére köt a, lelkére, eszükbe vésni, a lelkére köt
Εμφυσώ στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυσώ

εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμφυσώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εμφατικός στα ουγγρικά - hangsúlyos, nyomatékos, határozott, empatikus, nyomatékosan
  • εμφιαλώνω στα ουγγρικά - palack, szénaköteg, palackok, üveg, üvegek, palackokat
  • εμφυτεύω στα ουγγρικά - ondó, implantátum, implantátumot, implantációs, implantátumok, beültetés
  • εμψυχώνω στα ουγγρικά - újra életre kelt, újjáéleszteni, újraéleszteni, újraélesztése, újjáélesztéshez
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lelkére köt, lelkére köt a, lelkére, eszükbe vésni, a lelkére köt