Ενήλικας στα ουγγρικά
Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felnőtt, felnőttkori, Adult, kifejlett, felnőttek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικας
ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενήλικας στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ενέδρα στα ουγγρικά - leselkedés, rejtek, csapda, rajtaütés, lesben, csapdát, csapdaként
- ενέργεια στα ουγγρικά - lefolyás, akció, cselekvési, fellépés, keresetet, cselekvés
- ενήλικος στα ουγγρικά - felnőtt, felnőttkori, Adult, kifejlett, felnőttek
- ενίσχυση στα ουγγρικά - erősítés, amplifikációs, amplifikáció, hangosítás, amplifikációt
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: felnőtt, felnőttkori, Adult, kifejlett, felnőttek
Μεταφράσεις: felnőtt, felnőttkori, Adult, kifejlett, felnőttek