Επιβλέπω στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felügyel, felügyeli, felügyelni
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβλέπω
επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιβλέπω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επιβιβάζομαι στα ουγγρικά - sakktábla, hajóoldalfal, hajóoldal, deszka, keménypapír, papírlemez, csatlakozzanak, ...
- επιβιβάζω στα ουγγρικά - csatlakozzanak, kezdeni, beszállítását, kezdeményezzék, megkezdésére
- επιβλαβής στα ουγγρικά - ártalmas, káros, károsító, a káros, veszélyes
- επιβλητικός στα ουγγρικά - mérvadó, impozáns, kivetéséről, bevezetéséről, kiszabó, előíró
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: felügyel, felügyeli, felügyelni
Μεταφράσεις: felügyel, felügyeli, felügyelni