Λέξη: επιχειρηματικός

Σχετικές λέξεις: επιχειρηματικός

επιχειρηματικός χάρτης της ελλάδας, επιχειρηματικός σχεδιασμός και πληροφοριακά συστήματα, επιχειρηματικός σχεδιασμός, επιχειρηματικός κίνδυνος, επιχειρηματικός οδηγός, επιχειρηματικός άγγελος, επιχειρηματικός σύνδεσμος κύπρου ελλάδας, επιχειρηματικός κύκλος, επιχειρηματικός κίνδυνος ορισμός, επιχειρηματικός όμιλος

Συνώνυμα: επιχειρηματικός

επιχειρηματίας

Μεταφράσεις: επιχειρηματικός

επιχειρηματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enterprising, business, entrepreneurial, a business, business community

επιχειρηματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emprendedor, emprendedora, emprendedores, emprendedoras

επιχειρηματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unternehmungslustig, unternehmungs, unternehmungslustige, unternehmungslustigen

επιχειρηματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entreprenant, entreprenante, entreprenants, d'entreprise, entreprenantes

επιχειρηματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intraprendente, intraprendenti, imprenditoriale, intraprendenza

επιχειρηματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empresa, empreendedor, empreendedora, empreendedores, empreendedorismo, empreendedoras

επιχειρηματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondernemend, ondernemende, ondernemen, ondernemender, ondernemerschap

επιχειρηματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инициативный, предприимчивый, предприимчивые, предприимчивым, предприимчивая

επιχειρηματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foretaksom, driftige, initiativ, initiativrike, driftig

επιχειρηματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
företagsam, företag, företagsamma, företagande, driftig

επιχειρηματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sinnikäs, yritteliäs, yritteliäitä, yritystoiminnan, Yrityksen toiminta, yritystoiminta

επιχειρηματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
initiativrige, initiativrig, foretagsomme, enterprising, driftig

επιχειρηματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvážný, podnikavý, smělý, podnikání, podnikavější, podnikový, podnikavá

επιχειρηματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsiębiorczy, przedsiębiorczych, przedsiębiorcze, przedsiębiorczym, przedsiębiorczą

επιχειρηματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vállalkozó szellemű, vállalkozó, vállalkozói, vállalkozási, a vállalkozó

επιχειρηματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
girişimci, müteşebbis, girişken, girişimcilik, girişimci bir

επιχειρηματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заповзятливий, підприємливий, заповзятлива, спритний

επιχειρηματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me iniciativë, iniciativë, sipërmarrëse, iniciativë të, me iniciativë të

επιχειρηματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предприемчив, предприемчиви, предприемчивостта, предприемчива, предприемчивият

επιχειρηματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадпрымальны, энергічны

επιχειρηματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pealehakkav, ettevõtlik, ettevõtlikud, ettevõtliku, ettevõtlikke, ettevõtlikumate

επιχειρηματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poduzetan, poduzetni, poduzetna, poduzetne, enterprising

επιχειρηματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
enterprising, framtakssamt

επιχειρηματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iniciatyvus, verslumo, verslūs, verslus, iniciatyvi

επιχειρηματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzņēmīgs, uzņēmīgāko, uzņēmīgi, uzņēmīgu, uzņēmīgais

επιχειρηματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претприемнички, претприемаштво, стопанските, на стопанските, решителни

επιχειρηματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întreprinzător, întreprinzători, întreprinzătoare, intreprinzator, antreprenorial

επιχειρηματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podjetni, podjetna, podjetne, podjeten, podjetnih

επιχειρηματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podnikavý, Podnikateľský, podnikavá, aj podnikavý, podnikavej
Τυχαίες λέξεις