Εργατικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: εργατικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dolgos, iparkodó, szorgalmas, kitartó, szorgos, szorgalmasak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργατικός
εργατικός νόμος, εργατικός αγώνας blogspot, εργατικός αγώνας, εργατικός κώδικας, εργατικός τουρισμός, εργατικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εργατικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εργασία στα ουγγρικά - munka, munkát, munkáját, munkája, a munka
- εργαστήριο στα ουγγρικά - labor, laboratórium, laboratóriumi, laboratóriumban, a laboratóriumi, laboratóriumba
- εργοδηγός στα ουγγρικά - öregapó, Tata, Gaffer, fővilágosító
- εργοδότης στα ουγγρικά - munkáltató, munkaadó, munkáltatói, munkáltatónak, munkáltatója
Τυχαίες λέξεις
Εργατικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: dolgos, iparkodó, szorgalmas, kitartó, szorgos, szorgalmasak
Μεταφράσεις: dolgos, iparkodó, szorgalmas, kitartó, szorgos, szorgalmasak