Εφεύρεση στα ουγγρικά

Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
találmány, találmány szerinti, szerinti, találmányt
Εφεύρεση στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφεύρεση

εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εφεύρεση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εφευρετικός στα ουγγρικά - invenciózus, leleményes, találékony, találmány szerinti, találmány
  • εφευρετικότητα στα ουγγρικά - találékonyság, találékonyságát, találékonyságot, leleménnyel, találékonysággal, találékonysága
  • εφηβεία στα ουγγρικά - kamaszkor, pubertás, serdülőkor, a pubertás, serdülés, pubertáskor
  • εφηβικός στα ουγγρικά - kamasz, házasulandó, ízben fiatal, férjhez adandó
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: találmány, találmány szerinti, szerinti, találmányt