Θρεπτικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: θρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egészséges, tápláló, táplálóak, táplálóbb, tápértékű, a tápláló
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρεπτικός
θρεπτικός συνώνυμο, θρεπτικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, θρεπτικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- θραύση στα ουγγρικά - szakítás, törés, törése, törést, törését, törési
- θραύσμα στα ουγγρικά - szilánk, töredék, fragmens, fragmentumot, fragmentum
- θρηνώ στα ουγγρικά - lamentáció, gyászol, gyászolni, gyászolja, gyászolnak, gyászoljuk
- θρησκεία στα ουγγρικά - vallás, a vallás, vallási, valláson, vallást
Τυχαίες λέξεις
Θρεπτικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: egészséges, tápláló, táplálóak, táplálóbb, tápértékű, a tápláló
Μεταφράσεις: egészséges, tápláló, táplálóak, táplálóbb, tápértékű, a tápláló