Ικανοποίηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megelégedettség, elégedettség, megelégedésére, elégedettségét, elégedettsége
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση
ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ικανοποίηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιθύνω στα ουγγρικά - vonalzó, szokvány, döntéshozók, biztosított, gyártók, döntéshozóknak, döntéshozókat
- ικανά στα ουγγρικά - hathatósan, képes, képesek, alkalmas, amely képes, amely
- ικανοποιημένο στα ουγγρικά - megelégedés, elégedettség, elégedett, teljesülnek, elégedettek, teljesül, meggyőződött
- ικανοποιημένος στα ουγγρικά - elégedettség, megelégedés, tartalom, tartalmát, tartalomhoz, tartalmat, tartalmának
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megelégedettség, elégedettség, megelégedésére, elégedettségét, elégedettsége
Μεταφράσεις: megelégedettség, elégedettség, megelégedésére, elégedettségét, elégedettsége