Κατήφεια στα ουγγρικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
búskomorság, búskomor, melankólia, homály, homályban, homályt, sötétség, félhomályban
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κατήφεια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα ουγγρικά - saját, tart, tartsa, tartsa lenyomva, tartsuk lenyomva, tartani
- κατήγορος στα ουγγρικά - ügyész, ügyészi, ügyésznek, ügyészt, ügyészségi
- κατήφορος στα ουγγρικά - lesiklás, lefelé, sílesiklás, lejtőn, downhill
- καταβάλλω στα ουγγρικά - lebír, túlerő, túlerőbe, legyőzi, túlerőben
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: búskomorság, búskomor, melankólia, homály, homályban, homályt, sötétség, félhomályban
Μεταφράσεις: búskomorság, búskomor, melankólia, homály, homályban, homályt, sötétség, félhomályban