Κράμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: κράμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ötvözet, ötvözött, könnyűfém, ötvözetből, ötvözetlen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κράμα
κράμα χαλκού νικελίου και ψευδαργύρου, κράμα ψευδάργυρου, κράμα αλουμινίου, κράμα χαλκού, κράμα λευκωσία, κράμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κράμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- κούφιος στα ουγγρικά - beesett, lyukas, üreges, medence, homorú, Hollow, üres
- κράζω στα ουγγρικά - kuruzsló, sarlatán, hápogás, sikoltás, sikolt, csikorgás, csikorogva, ...
- κράμβη στα ουγγρικά - elrablás, törköly, repce, megerőszakolás, erőszak, nemi erőszak, nemi erőszakot
- κράμπα στα ουγγρικά - kapocsvas, satu, feszélyezett, nyomás, feszélyezettség, görcs, begörcsöl, ...
Τυχαίες λέξεις
Κράμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ötvözet, ötvözött, könnyűfém, ötvözetből, ötvözetlen
Μεταφράσεις: ötvözet, ötvözött, könnyűfém, ötvözetből, ötvözetlen