Λαθρεμπόριο στα ουγγρικά
Μετάφραση: λαθρεμπόριο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csempészés, csempészet, a csempészet, csempészetet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαθρεμπόριο
λαθρεμπόριο καυσίμων ονοματα, λαθρεμπόριο καυσίμων, λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρεμπόριο πετρελαίου ονοματα, λαθρεμπόριο καπνού, λαθρεμπόριο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λαθρεμπόριο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λαγός στα ουγγρικά - mezei nyúl, nyúl, nyulat, mezei, hare
- λαθρέμπορος στα ουγγρικά - csempészhajó, csempész, csempészt, csempészek, embercsempész, embercsempésznek
- λαθροκυνηγός στα ουγγρικά - vadorzó, orvvadász, orvhalász, orvvadászok, Poachers, az orvvadászok, vadorzók, ...
- λαιμαργία στα ουγγρικά - torkosság, falánkság, a falánkság, falánkságot, a torkosság
Τυχαίες λέξεις
Λαθρεμπόριο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: csempészés, csempészet, a csempészet, csempészetet
Μεταφράσεις: csempészés, csempészet, a csempészet, csempészetet