Μένω στα ουγγρικά
Μετάφραση: μένω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartóztatás, marad, tartózkodás, maradni, felfüggeszti, megszállni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μένω
μένω demy, μένω ενεός, μένω δένω πλένω, μένω κι επιμένω - γιάννης πλούταρχος, μένω σε κάποια γειτονιά, μένω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μένω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μέμψη στα ουγγρικά - Szemerkhet
- μέντα στα ουγγρικά - érme, menta, pénzverde, a menta, mentával, mentás
- μέρα στα ουγγρικά - nappal, nap, napos, napján, napi
- μέριμνα στα ουγγρικά - ellátás, aggodalom, aggodalmát, aggodalomra, aggodalommal, aggodalomra ad okot
Τυχαίες λέξεις
Μένω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tartóztatás, marad, tartózkodás, maradni, felfüggeszti, megszállni
Μεταφράσεις: tartóztatás, marad, tartózkodás, maradni, felfüggeszti, megszállni