Μολύνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfertőz, megfertőzni, megfertőzheti, megfertőzi, fertőzik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μολύνω
μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μολύνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μολυσματικός στα ουγγρικά - fertőző, infektív, fertőzés, a fertőző, fertőzéses
- μολύβι στα ουγγρικά - ceruza, ceruzával, ceruzát, pencil
- μομφή στα ουγγρικά - szemrehányás, szemrehányást, gyalázatot, gyalázatomat, gyalázat
- μονάδα στα ουγγρικά - gépegység, mértékegység, egységnyi, egység, készülék, egységet, készüléket, ...
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megfertőz, megfertőzni, megfertőzheti, megfertőzi, fertőzik
Μεταφράσεις: megfertőz, megfertőzni, megfertőzheti, megfertőzi, fertőzik