Ξύλο στα ουγγρικά
Μετάφραση: ξύλο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
faipari, fa, fából, fát, fakitermelés
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξύλο
ξύλο στη βουλή, ξύλο τικ, ξύλο καρυδιάς, ξύλο mdf, ξύλο γόφερ, ξύλο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ξύλο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ξύδι στα ουγγρικά - ecet, ecetet, ecettel, ecetes, ecetben
- ξύλινος στα ουγγρικά - fa, fából készült, fából
- ξύνω στα ουγγρικά - nyekergetés, kellemetlenség, rajtvonal, vakaródzás, firkantás, slamasztika, karcolás, ...
- ξύπνημα στα ουγγρικά - ébredés, Awakening, felébredés, ébredést, ébredését
Τυχαίες λέξεις
Ξύλο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: faipari, fa, fából, fát, fakitermelés
Μεταφράσεις: faipari, fa, fából, fát, fakitermelés