Ολική στα ουγγρικά

Μετάφραση: ολική, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teljes, összesen, összes, a teljes, összesített
Ολική στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ολική

ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ολική στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ολίσθημα στα ουγγρικά - kombiné, oltószem, hasáblevonat, oltóág, csusszanás, csúszás, Slip, ...
  • ολιγολογία στα ουγγρικά - elhallgatás, hallgatagság, szűkszavúság
  • ολικός στα ουγγρικά - teli, kövérkés, totális, hiánytalan, tele, kiadós, teljes, ...
  • ολισθηρός στα ουγγρικά - síkos, sikamlós, csúszós, csúszóssá, csúszósak
Τυχαίες λέξεις
Ολική στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: teljes, összesen, összes, a teljes, összesített