Οντότητα στα ουγγρικά

Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
entitás, egység, szervezet, személy, gazdálkodó egység
Οντότητα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οντότητα

οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οντότητα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ονομαστός στα ουγγρικά - híres, a híres, ismert, neves, leghíresebb
  • ονοματολογία στα ουγγρικά - nómenklatúra, nómenklatúráról, nómenklatúrát
  • οξείδιο στα ουγγρικά - oxid, oxidot
  • οξικός στα ουγγρικά - ecetsavas, ecetsav, ecetsavval, ecetsavat
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: entitás, egység, szervezet, személy, gazdálkodó egység