Περιορισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
határolás, megszorítás, elévülés, korlátozás, restrikciós, korlátozása, korlátozását, korlátozást
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμός
περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, περιορισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- περιορίζω στα ουγγρικά - szél, peremvidék, határmezsgye, határpillér, limes, választóvonal, korlát, ...
- περιορισμένος στα ουγγρικά - véges, elhatárolt, korlátozott, korlátozódik, korlátozni, meghívásos, korlátozzák
- περιουσία στα ουγγρικά - rang, gyarmatok, ingatlan, tulajdon, tulajdonság, tulajdonjogok, ingatlanok
- περιοχή στα ουγγρικά - légtér, értéktartomány, vidék, terület, régió, régióban, térség
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: határolás, megszorítás, elévülés, korlátozás, restrikciós, korlátozása, korlátozását, korlátozást
Μεταφράσεις: határolás, megszorítás, elévülés, korlátozás, restrikciós, korlátozása, korlátozását, korlátozást