Προσκτώμαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: προσκτώμαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prosktomai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσκτώμαι
προσκτώμαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, προσκτώμαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- προσκομίζω στα ουγγρικά - termény, termék, hárul, támasztotta, szolgáltasson, terjesztett elő, előterjeszteni
- προσκρούω στα ουγγρικά - recsegés-ropogás, visszhangzás, érdekellentét, fecsegés, nézeteltérés, robaj, árzuhanás, ...
- προσκυνητής στα ουγγρικά - zarándok, Pilgrim, zarándoknak, zarándokként
- προσκόλληση στα ουγγρικά - tapadás, betartása, betartását, betartásának, ragaszkodás
Τυχαίες λέξεις
Προσκτώμαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: prosktomai
Μεταφράσεις: prosktomai