Πόδι στα ουγγρικά

Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befogó, nadrágszár, harisnyaszár, mellékvonal, versláb, csaló, állvány, gyalogság, lábfej, láb, lábát, lába, lábat, lábszár
Πόδι στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόδι

πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πόδι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • πως στα ουγγρικά - hogy, hogy a, hogy az
  • πόα στα ουγγρικά - moha, Moss, mohák, a moha, mohát
  • πόδια στα ουγγρικά - lábak, láb, lába, lábát, lábai
  • πόζα στα ουγγρικά - póz, jelentenek, jelent, jelenthet, nézve
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: befogó, nadrágszár, harisnyaszár, mellékvonal, versláb, csaló, állvány, gyalogság, lábfej, láb, lábát, lába, lábat, lábszár