Σοκάκι στα ουγγρικά
Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tekepálya, Backstreet, a Backstreet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοκάκι
σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σοκάκι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σοδειά στα ουγγρικά - fémkinyerés, nyúlás, betakarítás, ostornyél, terméseredmény, meggörbülés, hozam, ...
- σοκ στα ουγγρικά - gabonakereszt, ütközés, sokk, sokkot, shock, áramütés, ütés
- σοκολάτα στα ουγγρικά - csokoládé, csokoládét, csokoládéval, csoki, csokoládés
- σολομός στα ουγγρικά - lazac, lazacot, a lazac, lazacok, lazacra
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tekepálya, Backstreet, a Backstreet
Μεταφράσεις: tekepálya, Backstreet, a Backstreet