Συχνά στα ουγγρικά

Μετάφραση: συχνά, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyakran, sokszor, gyakrabban, gyakran a, általában
Συχνά στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνά

συχνά ρωτώ οκταβα σταύρος ψαρουδάκης, συχνά συνώνυμο, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά λάθη στη χρήση της ελληνικής, συχνά επαναλαμβανόμενος πονόλαιμος, συχνά λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συχνά στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • συσχέτιση στα ουγγρικά - kölcsönösség, kölcsönviszony, viszonosság, korreláció, összefüggés, korrelációs, megfelelési, ...
  • συσχετίζω στα ουγγρικά - korreláció, korrelál, összefüggésben, korrelálnak, összefüggésbe
  • συχνάζω στα ουγγρικά - gyakori, gyakran, gyakoribb, a gyakori, gyakrabban
  • συχνός στα ουγγρικά - gyakori, gyakran, gyakoribb, a gyakori, gyakrabban
Τυχαίες λέξεις
Συχνά στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyakran, sokszor, gyakrabban, gyakran a, általában