Σφουγγαρίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: σφουγγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyüstbojt, babuskám, pamacs, arcfintor, tisztítórongy, rongykorong, mop, felmosó, felmosórongyot
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφουγγαρίζω
σφουγγαρίζω αγγλικα, σφουγγαρίζω στα αγγλικά, πως σφουγγαρίζω, σφουγγαρίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σφουγγαρίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σφοδρά στα ουγγρικά - inveighingly
- σφοδρός στα ουγγρικά - tüzes, heves, vehemens, hevesen, indulatos, szenvedélyes
- σφουγγαρίστρα στα ουγγρικά - babuskám, nyüstbojt, tisztítórongy, pamacs, rongykorong, arcfintor, mop, ...
- σφράγισμα στα ουγγρικά - tömés, fogtömés, laktató, feltöltés, töltelék, töltő, töltési
Τυχαίες λέξεις
Σφουγγαρίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nyüstbojt, babuskám, pamacs, arcfintor, tisztítórongy, rongykorong, mop, felmosó, felmosórongyot
Μεταφράσεις: nyüstbojt, babuskám, pamacs, arcfintor, tisztítórongy, rongykorong, mop, felmosó, felmosórongyot