Τραυματισμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: τραυματισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sérült, megsérült, károsult, sebesült
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυματισμένος
τραυματισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τραυματισμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- τραυματίζω στα ουγγρικά - megsebesít, kárt, megsérül, sérülést, károsítja
- τραυματικός στα ουγγρικά - traumás, sérüléses, traumatikus, trauma, baleseti, traumát
- τραυματισμός στα ουγγρικά - megsebesített, sérülés, sebzés, a sebzés, seb létrehozását
- τραχεία στα ουγγρικά - trachea, légcső, légcsövet, a légcső, légcsőbe
Τυχαίες λέξεις
Τραυματισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sérült, megsérült, károsult, sebesült
Μεταφράσεις: sérült, megsérült, károsult, sebesült