Τόκος στα ουγγρικά

Μετάφραση: τόκος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kamat, érdek, érdeklődés, érdekű, érdeke
Τόκος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόκος

τόκος υπερημερίας νπδδ, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας υπολογισμός, τόκος επιδικίας, τόκος δημοσίου, τόκος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τόκος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • τυχερός στα ουγγρικά - mázlis, szerencsés, szerencsések, szerencséje, szerencsésnek
  • τωρινός στα ουγγρικά - közhasználatú, jelenlegi, aktuális, folyó, áram, a jelenlegi
  • τόλμη στα ουγγρικά - merészség, merészsége, bátorsággal, bátorság, merészségével
  • τόλμημα στα ουγγρικά - vállalkozás, kockázati, vállalat, kockázatitőke
Τυχαίες λέξεις
Τόκος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kamat, érdek, érdeklődés, érdekű, érdeke