Άνεση στα ουκρανικά
Μετάφραση: άνεση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придатність, вигода, невимушеність, легкість, вбиральня, дружбою, спокій, комфорт, комфорту
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνεση
άνεση english, ακουστική άνεση, επική άνεση, οπτική άνεση, θερμική άνεση, άνεση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άνεση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άνεμος στα ουκρανικά - здригання, вітер
- άνεργος στα ουκρανικά - безробітні, лінивий, простій, непрацюючий, безробітний, безробітних
- άνετος στα ουκρανικά - легкий, невимушений, легка, проста, спокійний, зручний, комфортабельний, ...
- άνευ στα ουκρανικά - всередині, без
Τυχαίες λέξεις
Άνεση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: придатність, вигода, невимушеність, легкість, вбиральня, дружбою, спокій, комфорт, комфорту
Μεταφράσεις: придатність, вигода, невимушеність, легкість, вбиральня, дружбою, спокій, комфорт, комфорту