Άντληση στα ουκρανικά

Μετάφραση: άντληση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
усмоктування, ссання, смоктання, накачування, підготовка, накачка
Άντληση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άντληση

άντληση πετρελαίου, άντληση συνώνυμα, άντληση νερού από πηγάδι, άντληση πληροφοριών από τον παγκόσμιο ιστό, άντληση νερού, άντληση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άντληση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άνομος στα ουκρανικά - низький, безчесний, нечестивий, беззаконний, злочинний
  • άνοστος στα ουκρανικά - слабкий, переваги, украдливий, увічливий, пестливий, чемний, невиразний, ...
  • άντρας στα ουκρανικά - товариш, пару, шанувальник, парубок, співробітник, людина, осіб, ...
  • άντρο στα ουκρανικά - печера, каверна, Пещера, печеру
Τυχαίες λέξεις
Άντληση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: усмоктування, ссання, смоктання, накачування, підготовка, накачка