Αγχώδης στα ουκρανικά
Μετάφραση: αγχώδης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тривожний, неспокійний, схвильований, стурбований, тривога, тривогу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχώδης
αγχώδης διαταραχή, αγχώδης διαταραχή μελέτη περίπτωσης, αγχώδης αντιδραστική νεύρωση, αγχώδης νεύρωση, αγχώδης διαταραχή αντιμετώπιση, αγχώδης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αγχώδης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αγχωμένος στα ουκρανικά - повний, повен, череватий, чреватий, сповнений, тривожний, тривожна, ...
- αγχόνη στα ουκρανικά - помочи, козли, шибениця, цапи, шибеницю
- αγωγή στα ουκρανικά - позов, бій, звинувачування, обвинувачення, учинок, проводження, провідність, ...
- αγωγός στα ουκρανικά - махінації, канал
Τυχαίες λέξεις
Αγχώδης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тривожний, неспокійний, схвильований, стурбований, тривога, тривогу
Μεταφράσεις: тривожний, неспокійний, схвильований, стурбований, тривога, тривогу