Αδίστακτος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безжалісний, безжальний, безжалісна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδίστακτος
αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδίστακτος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αδέσποτος στα ουκρανικά - безхазяйний, безгоспний, нічийний, безгосподарний, безхозний
- αδίκημα στα ουκρανικά - образа, наступ, ображання, злочинство, злочин, злочину
- αδαής στα ουκρανικά - незугарний, брутальний, безтактний, неповороткий, недосвідчений, недосвідчена
- αδαμαντίνη στα ουκρανικά - лакувати, емаль
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: безжалісний, безжальний, безжалісна
Μεταφράσεις: безжалісний, безжальний, безжалісна