Αδύναμος στα ουκρανικά

Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неміцний, слабкий, хворобливий, очерет, кволий, незначний, ми, немічний, нікчемний, нетривкий, легкий, помірний, слабка, слабке
Αδύναμος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδύναμος

αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδύναμος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αδυναμία στα ουκρανικά - крихкість, тлінність, нетривкість, тендітність, слабкість, слабість, слабость
  • αδυνατίζω στα ουκρανικά - стрункий, тонкий, послаблювати, послабляти, ослабляти, ослаблювати
  • αδύνατον στα ουκρανικά - неможливість, неможливо, неможливе, можна, не можна
  • αδύνατος στα ουκρανικά - понтія, слабкий, легкий, помірний, слабка, слабке
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неміцний, слабкий, хворобливий, очерет, кволий, незначний, ми, немічний, нікчемний, нетривкий, легкий, помірний, слабка, слабке