Αισθανόμουν στα ουκρανικά

Μετάφραση: αισθανόμουν, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повсть, фетровий, фетр, почуття, відчуття
Αισθανόμουν στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αισθανόμουν

αισθανόμουν λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αισθανόμουν στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αισθάνομαι στα ουκρανικά - почуття, сенс, відчувати, відчути, щупати, глузд, відчуття, ...
  • αισθήσεις στα ουκρανικά - свідомість, самосвідомість, почуттів, відчуттів, чуття, емоцій
  • αισθησιακός στα ουκρανικά - плотський, чуттєвий, хтивий, почуттєвий, емоційний
  • αισθητά στα ουκρανικά - видний, явний, видимий, очевидний, помітний, істотно, суттєво, ...
Τυχαίες λέξεις
Αισθανόμουν στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: повсть, фетровий, фетр, почуття, відчуття