Ακούσιος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мимовільно, мимовільний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούσιος
ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακούσιος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ακουστική στα ουκρανικά - акустика
- ακουστικός στα ουκρανικά - вушний, слуховий, аудіо, звукової, звуковій, звуковою, вушної, ...
- ακούω στα ουκρανικά - каталог, нахил, вислуховувати, слухати, перелік, бордюр, обрізків, ...
- ακράδαντα στα ουκρανικά - твердо, непохитно, сильно, дуже
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мимовільно, мимовільний
Μεταφράσεις: мимовільно, мимовільний