Αλάτι στα ουκρανικά

Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сіль, сіль | соль |, сіль | соль, соль
Αλάτι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλάτι

αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αλάτι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αλάθητος στα ουκρανικά - бездоганний, безпомилковий, надійний, надійне, найнадійніший, надійніший, надійна
  • αλάνθαστος στα ουκρανικά - заплутаний, нерозв'язний, безвихідний, безпомилковий, складний, непогрішний, непогрішимий
  • αλέθω στα ουκρανικά - молочний, наточити, гострити, молоти, виточити, загострити, молотимуть, ...
  • αλέτρι στα ουκρανικά - зйомка, плуг, плуга
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сіль, сіль | соль |, сіль | соль, соль