Ανάφλεξη στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спалах, запалення, сполох, запав, заворушення, безладдя, сум'яття, запалювання, горіння
Ανάφλεξη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανάφλεξη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα ουκρανικά - воскрети, викопувати, воскрешати, воскресати, воскресіння, неділю, неділя, ...
  • ανάστημα στα ουκρανικά - збудуйте, розбудувати, побудувати, збудувати, зростання, ріст, зріст
  • ανάχωμα στα ουκρανικά - насип, набережна, верстак, дамба, насипай, лавка, гатку, ...
  • ανέγερση στα ουκρανικά - спорудження, випрямляння, тлумачення, побудування, установка, будову, зведення, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спалах, запалення, сполох, запав, заворушення, безладдя, сум'яття, запалювання, горіння