Ανέγερση στα ουκρανικά

Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спорудження, випрямляння, тлумачення, побудування, установка, будову, зведення, ерекція, ерекції
Ανέγερση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανέγερση

ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανέγερση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ανάφλεξη στα ουκρανικά - спалах, запалення, сполох, запав, заворушення, безладдя, сум'яття, ...
  • ανάχωμα στα ουκρανικά - насип, набережна, верстак, дамба, насипай, лавка, гатку, ...
  • ανέκδοτο στα ουκρανικά - анекдот, епізод
  • ανέκφραστος στα ουκρανικά - невміло, невправно, невиразне обличчя
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спорудження, випрямляння, тлумачення, побудування, установка, будову, зведення, ерекція, ерекції