Αναρρόφηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: αναρρόφηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смоктання, усмоктування, ссання, всмоктуючий, всмоктувальний, усмоктувальний, всмоктує, що всмоктує
Αναρρόφηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρρόφηση

αναρρόφηση τροφής, αναρρόφηση στον ύπνο, αναρρόφηση τιμη, αναρρόφηση λαδιου, αναρρόφηση νερου, αναρρόφηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναρρόφηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αναρριχώμαι στα ουκρανικά - піднятися, здійматися, підніміться, здійматись, боротьба, боротьби
  • αναρροφώ στα ουκρανικά - відкачувати, откачивать, відкачуватимуть, викачувати, відкачуватиме
  • αναρρώνω στα ουκρανικά - звертання, видужувати, одужувати, одужуватиме, вставати
  • αναρχία στα ουκρανικά - анархізм, анархія, анархия
Τυχαίες λέξεις
Αναρρόφηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: смоктання, усмоктування, ссання, всмоктуючий, всмоктувальний, усмоктувальний, всмоктує, що всмоктує