Αναστενάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναστενάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зітхніть, подув, зітхання, подих, вздох
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστενάζω
αναστενάζω αγγλικα, αναστενάζω βγαίνει φωτιά, αναστενάζω βγαίνει φωτιά στιχοι, αναστενάζω και πονώ, αναστενάζω μετάφραση, αναστενάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναστενάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναστέλλω στα ουκρανικά - розходитися, робити, підвішувати, підвісити, відстрочувати, відкладати, призупиняти, ...
- αναστατώνω στα ουκρανικά - перекинений, падіння, катастрофа, пригнітити, хвилювати, хвилюватиме, турбувати, ...
- αναστεναγμός στα ουκρανικά - подув, зітхніть, зітхання, подих, вздох
- αναστηλώνω στα ουκρανικά - відновлення, відбудову, дощової, дощовою, дощовій, спорудити, дощовий, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναστενάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зітхніть, подув, зітхання, подих, вздох
Μεταφράσεις: зітхніть, подув, зітхання, подих, вздох