Ανησυχώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανησυχώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
набридливий, неспокійний, настирливий, набридлий, турбуватися, хвилюватися, турбуватись, перейматися, тривожитися
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανησυχώ
ανησυχώ τερζής, ανησυχώ δήμου, ανησυχώ μήπως, ανησυχώ στίχοι, ανησυχώ - ελένη δήμου, ανησυχώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανησυχώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανηλεής στα ουκρανικά - милосердя, м'якість, жаль, безжалісний, безжальний, безжалісна
- ανησυχία στα ουκρανικά - потурбувати, тривога, турбота, торкатися, зачіпати, неспокій, збентежувати, ...
- ανηφορικός στα ουκρανικά - в, у, до, на
- ανθήρας στα ουκρανικά - пильовик, пильник
Τυχαίες λέξεις
Ανησυχώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: набридливий, неспокійний, настирливий, набридлий, турбуватися, хвилюватися, турбуватись, перейматися, тривожитися
Μεταφράσεις: набридливий, неспокійний, настирливий, набридлий, турбуватися, хвилюватися, турбуватись, перейматися, тривожитися