Ανισότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανισότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неврівноважений, мінливий, нерівність, неравенство
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανισότητα
ανισότητα στην εποχή της κρίσης θεωρητικές και εμπειρικές διερευνήσεις, ανισότητα jensen, ανισότητα του holder, ανισότητα στην εποχή της κρίσης, ανισότητα cauchy-schwarz, ανισότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανισότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανικανότητα στα ουκρανικά - неможливість, неплатоспроможність, неспроможність, імпотенція
- ανιμισμός στα ουκρανικά - спіритуалізм, анімізм, Анимизм
- ανιχνευτής στα ουκρανικά - слідопит, сенсор, щуп, датчик, розвідник, слуга, скаут, ...
- ανιχνεύω στα ουκρανικά - встановити, нехтувати, знаходити, слуга, скаут, вбачати, виявляти, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανισότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неврівноважений, мінливий, нерівність, неравенство
Μεταφράσεις: неврівноважений, мінливий, нерівність, неравенство