Αντισταθμίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αντισταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відшкодовувати, компенсувати, винагороджувати, врівноваженість, урівноваженість, зрівноваженість
Αντισταθμίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντισταθμίζω

αντισταθμίζω ορισμός, αντισταθμίζω λεξικο, αντισταθμίζω προταση, αντισταθμίζω προτασεις, αντισταθμίζω σημασια, αντισταθμίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αντισταθμίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αντιπρόσωπος στα ουκρανικά - представництва, представник, представитель
  • αντιστέκομαι στα ουκρανικά - викликати, зневажити, визивати, зневажати, чинити опір, опиратися, пручатися, ...
  • αντιστοιχώ στα ουκρανικά - відповідайте, листуватися, відповідати, відповідатиме, відповідатимуть
  • αντιστρέφω στα ουκρανικά - скасування, скасовування, анулювання, зворотний, зворотного, зворотній, назад, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντισταθμίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відшкодовувати, компенсувати, винагороджувати, врівноваженість, урівноваженість, зрівноваженість