Αποβλέπω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спрямувати, спрямовувати, ціль, мета, намір, мети, цілі, мету, меті
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλέπω
αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποβλέπω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποβάλλω στα ουκρανικά - ллючи, піддашшя, замовчте, помилки, киньте, випускати, хижка, ...
- αποβλάκωση στα ουκρανικά - остовпіння, заціпеніння, здивування, затьмарення свідомості, потьмарення свідомості
- αποβλακώνω στα ουκρανικά - дивуйте, дивувати, Stupefy
- αποβολή στα ουκρανικά - псування, продування, виключення, прорахунки, вигнання, продувка, аборт
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спрямувати, спрямовувати, ціль, мета, намір, мети, цілі, мету, меті
Μεταφράσεις: спрямувати, спрямовувати, ціль, мета, намір, мети, цілі, мету, меті